- ὥσπερ
- как, как будто
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ώσπερ — ὥσπερ, ΝΜΑ, και βαρβαρ. τ. ὤσπερ Α (τροπ. επίρρ.) (λόγιος τ.) όπως ακριβώς (α. «όρμησε ώσπερ μαινόμενος ταύρος» β. «τοῑς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγώ», Δημοσθ.) αρχ. 1. παραδείγματος χάριν, λογουχάρη («ὅταν χορὸς... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον… … Dictionary of Greek
ὥσπερ — like as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡσπερ — ὡς , ὡς so proclitic indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧσπερ — ὧς , ὡς so proclitic indeclform (conj) ὧς , ὡς so indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φιλοῦσιν ἀλλήλους ὥσπερ γαλῆ καὶ κύων. — См. Как кошка с собакой … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καί γάρ τό είϑισμένού ὥσπερ πεφυκός ἥδη γίγνεται. — См. Привычка вторая натура … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς. — См. Угря в руках не удержишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὡσπερανεί — ὥσπερ like as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡσπερεί — ὥσπερ like as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωσπερεί — και ὥσπερ εἰ Α επίρρ. ακριβώς σαν να («ὥσπερ εἰ παρεστάτεις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + εἰ] … Dictionary of Greek